- επαρχιά
- (provincia). Ζώνη επιρροής και αρμοδιότητας, στη ρωμαϊκή ιστορία, μέσα στην οποία ασκούσε τις δικαιοδοσίες του ένας δημόσιος λειτουργός· ο πραίτορας της πόλης ήταν υπεύθυνος, παραδείγματος χάριν, για την ε. της πόλης, ο πραίτορας των ξένων για την ε. των ξένων. Αργότερα, όταν το έδαφος που υπαγόταν στην κυριαρχία της Ρώμης επεκτάθηκε και στάθηκε αναγκαία η διοικητική του διαίρεση, τοποθετήθηκαν κυβερνήτες στις διάφορες περιοχές και ονομάστηκε ε. η ζώνη επιρροής αυτών των διοικητών. Ο όρος ε. κατέληξε τότε στα τμήματα της αυτοκρατορίας που έμεναν έξω από τα σύνορα της Ιταλίας. Η πρώτη ε. υπήρξε η Σικελία, που κατακτήθηκε το 241 π.Χ., κατά το τέλος του πρώτου φοινικικού πολέμου. Στο τέλος της δημοκρατικής περιόδου οι ε. υπερέβαιναν τις τριάντα και κατά την περίοδο της αυτοκρατορίας οι ε. διαιρέθηκαν σε δύο ομάδες: οι αυτοκρατορικές ε. ήταν οι συνοριακές ή εκείνες όπου δεν είχε ακόμα παγιωθεί η ειρήνη και τις διοικούσε ένα στρατιωτικό συμβούλιο και ένας κυβερνήτης, οι οποίοι είχαν απευθείας εξάρτηση από τον αυτοκράτορα· οι συγκλητικές ε. ήταν εκείνες του εσωτερικού, δεν είχαν στρατιωτικές δυνάμεις και τις διοικούσε η Σύγκλητος. Ιδιαίτερη ήταν η περίπτωση της Αιγύπτου, που ήταν προσωπική κτήση του αυτοκράτορα, ο οποίος τη διοικούσε με έναν πληρεξούσιο που έφερε τον τίτλο praefectus Aegypti.
Ο Διοκλητιανός έδωσε αργότερα διαφορετικό νομικό καθεστώς στις ε., καταργώντας τη διάκριση μεταξύ ε. και Ιταλίας, αυξάνοντας τον αριθμό τους (από 46 σε 87), καθιστώντας οργανικές τις σχέσεις μεταξύ ε. και κέντρου και ορίζοντας για την καθεμία δύο κυβερνήτες, έναν διοικητικό και έναν στρατιωτικό.
Ο όρος ε., στο Βυζάντιο, ήταν δηλωτικός των υποδιαιρέσεων των διοικήσεων. Κατά κανόνα, αντίστοιχη διαίρεση επικρατούσε και στον εκκλησιαστικό τομέα, όπου λειτουργούσε η επαρχιακή σύνοδος των επισκόπων των διαφόρων παροικιών.
Τα διάφορα κράτη του νεότερου κόσμου παρέλαβαν από τη Ρώμη και το Βυζάντιο τον όρο ε., στα πλαίσια διαφόρων διοικητικών συστημάτων και με διαφορετική, κατά τόπο και χρόνο, σημασία και περιεχόμενο.
Στη νεότερη Ελλάδα, την ίδρυση ε. ως ενδιάμεσου βαθμού αυτοδιοίκησης προέβλεψε αρχικά το ηγεμονικό Σύνταγμα του 1832. Λίγο αργότερα, με διάταγμα της 3/15-4-1833 «περί της διαιρέσεως του βασιλείου και της διοικήσεώς του», η χώρα διαιρέθηκε σε νομούς, ε. και κοινότητες· αλλά η διαίρεση αυτή καταργήθηκε το 1836 για να εισαχθεί και πάλι το 1845 (ν. της 5-12-1845 «περί της διαιρέσεως των νομαρχιακών και επαρχιακών αρχών»). Νεότερα νομοθετήματα διεύρυναν την εφαρμογή του στα Επτάνησα (1866), στη Θεσσαλία και στην Ήπειρο (1882), στη Μακεδονία (1927) κλπ. Έως το 1887, η ε. λειτούργησε ως αποκεντρωμένη διοικητική μονάδα με επικεφαλής τον έπαρχο, τον οποίο βοηθούσε το επαρχιακό συμβούλιο· όμως δεν θεωρήθηκε ικανοποιητικός ως θεσμός διοικητικής αποκέντρωσης και καταργήθηκε με τον ν. ΑΦΞΑ’ του 1887. Από τότε, η ε. αποτέλεσε απλή διοικητική –και εκκλησιαστική– περιφέρεια, στα πλαίσια της οποίας λειτουργούσαν κέντρα οικονομικής εφορίας και ταμείου, οργανισμών και υπηρεσιών δημοσίων έργων, επισκοπής κλπ. Εξαιρετικά (ν. 3824/1929), η ε. λειτούργησε και ως εκλογική περιφέρεια, αλλά γενικά η σημασία της μειώθηκε με την ανάγκη σύστασης ευρύτερων διοικητικών μονάδων, ικανών να αντιμετωπίσουν προβλήματα χωροταξικής και οικονομικοτεχνικής ανάπτυξης.
Τελικά, με τη διοικητική ανασυγκρότηση της χώρας και τη θέσπιση του σχεδίου Καποδίστριας (1997), οι ε. καταγρήθηκαν.
* * *η1. αρχή, εξουσία («να πάψουν οι δόξες σου κι η επαρχία σου η τόση», Ερωφίλη)2. αξίωμα («να πάρει στανικό σου την επαρχία σου», Ερωφίλη).
Dictionary of Greek. 2013.